αιγιδοφόρος

αιγιδοφόρος
-ο
αυτός που φέρει αιγίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αιγίδα + -φόρος < φέρω
η λ. χρησιμοποιήθηκε για να αποδώσει το ομηρ. αἰγίσχος και απαντά αρχικά στον Αθ. Χριστόπουλο και τον Ιάκ. Πολυλά].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”